Ευγένεια στα αγγλικά

Μετάφραση: ευγένεια, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
courtesy, politeness, civility, gentleness, gentility
Ευγένεια στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ευγένεια

comity
  • λεπτότητα
  • λεπτότης
  • ευγένεια
chivalry
  • ιπποτισμός
  • ευγένεια
  • μεγαλοψυχία
civility
  • ευγένεια
courtesy
  • ευγένεια
  • αβροφροσύνη
delicacy
  • λεπτότητα
  • λιχουδιά
  • μεζές
  • λεπτότης
  • ευαισθησία
  • ευγένεια
ladyship
  • ευγένεια
nobility
  • αρχοντιά
  • ευγένεια
  • ευγενείς
noblesse
  • ευγένεια
urbanity
  • ευγένεια
gallantry
  • ανδραγαθία
  • γενναιότητα
  • γενναιότης
  • αβρότης
  • ευγένεια
gentility
  • ευγένεια
loftiness
  • μεγαλοπρέπεια
  • ύψος
  • ευγένεια
nobleness
  • ευγένεια
urbanness
  • ευγένεια
gentleness
  • ευγένεια
  • πραότητα
  • απαλότητα
  • γλύκα
  • αβρότης
  • αβρότητα
humaneness
  • καλοσύνη
  • ευγένεια
politeness
  • ευγένεια
refinement
  • διύλιση
  • λεπτότης
  • λεπτότητα
  • ευγένεια
  • εκκαθάριση
  • ραφινάρισμα
tactfulness
  • λεπτότητα
  • λεπτότης
  • ευγένεια
complaisance
  • υποχρεωτικότητα
  • ευγένεια
  • υποχρεωτικότης
graciousness
  • ευγένεια
  • φιλανθρωπία
cousteousness
  • ευγένεια
  • αβρότης
  • αβρότητα
respectfulness
  • ευγένεια
  • σεβασμός

Σχετικές λέξεις: ευγένεια

ευγένεια λεξικό, ευγένεια κλειδαρά, ευγένεια ρητα, ευγένεια καρυωτάκης, ευγένεια samara, ευγένεια λεξικό γλώσσας αγγλικά, ευγένεια στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ευαισθησία στα αγγλικά - sensitivity, susceptibility, sensibility, sensitivity of, sensitive
  • ευανάγνωστος στα αγγλικά - legible, readable, to read, easy to read, legibility
  • ευγενικά στα αγγλικά - kindly, courteously, gently, nobly, politely
  • ευγενικός στα αγγλικά - polite, kind, gentle, genteel, courteous, courtly, urbane
Τυχαίες λέξεις
Ευγένεια στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: courtesy, politeness, civility, gentleness, gentility