Odremontować στα ελληνικά
Μετάφραση: odremontować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαινίζω, επιδιορθώνω, ανακαινίζουν, επαναχρησιμοποίηση των, επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- błazeństwo στα ελληνικά - ανοησία, σαχλαμάρα
- farwater στα ελληνικά - διοχετεύω, κανάλι, ρείθρο, πέρασμα, περάσει, περνούν, περάσουν, ...
- filtr στα ελληνικά - φίλτρο, διηθώ, κρησαρίζω, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
- ilościowo στα ελληνικά - ποσοτικά, ποσοτική, ποσοτικώς, ποσοτικό, ποσοτικής
Τυχαίες λέξεις
Odremontować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαινίζω, επιδιορθώνω, ανακαινίζουν, επαναχρησιμοποίηση των, επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων
Μεταφράσεις: ανακαινίζω, επιδιορθώνω, ανακαινίζουν, επαναχρησιμοποίηση των, επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων