Ανακαινίζω στα πολωνικά

Μετάφραση: ανακαινίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rewidować, wyremontować, odnawiać, reorganizować, odnowić, odremontować, przerabiać, remontować, reface
Ανακαινίζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακαινίζω

ανακαινίζω στα αγγλικα, ανακαινίζω συνώνυμο, χτίζω ανακαινίζω, ανακαινίζω το σπίτι μου, ανακαινίζω το μπάνιο, ανακαινίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, ανακαινίζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ανακάλυψη στα πολωνικά - odnalezienie, odkrycie, wynalezienie, odnajdowanie, ujawnienie, odkrywanie, wykrywanie, ...
  • ανακαίνιση στα πολωνικά - odnowienie, renowacja, odnowa, regeneracja, naprawa, remont, aktualizacji
  • ανακαλύπτω στα πολωνικά - trop, odkrywać, odszukać, śledzić, trasować, odkopać, ślad, ...
  • ανακαλώ στα πολωνικά - odwołanie, uchylenie, odwoływać, anulować, unieważnić, odwołać, skasować, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακαινίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rewidować, wyremontować, odnawiać, reorganizować, odnowić, odremontować, przerabiać, remontować, reface