Odseparować στα ελληνικά

Μετάφραση: odseparować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωρίζω, απομονώνω, ιδιαίτερος, χωριστός, κόβω, κόψιμο, αποκολλώ, κοπή, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Odseparować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • basowy στα ελληνικά - μπάσσο, μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου
  • eukaliptol στα ελληνικά - ευκαλυπτόλης, ευκαλυπτόλη, ευκαλυπτολη, η ευκαλυπτόλη, την ευκαλυπτόλη
  • geologicznie στα ελληνικά - γεωλογικά, γεωλογικούς σχηματισμούς, γεωλογική, γεωλογικής, σε γεωλογικούς σχηματισμούς
  • honorowanie στα ελληνικά - αναγνώριση, απόδειξη, αποδεικτικό, βεβαίωσης, επιβεβαίωσης
Τυχαίες λέξεις
Odseparować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωρίζω, απομονώνω, ιδιαίτερος, χωριστός, κόβω, κόψιμο, αποκολλώ, κοπή, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή