Λέξη: ελαχιστοποιώ

Σχετικές λέξεις: ελαχιστοποιώ

ελαχιστοποιώ συνώνυμα

Μεταφράσεις: ελαχιστοποιώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
minimize, I minimize, do I minimize
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empequeñecer, minimizar, minimizo, puedo minimizar, puedo minizar, reduzco al mínimo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
minimieren, ich, I
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réduire, rapetisser, minimisons, atténuer, minimisent, minimisez, amenuiser, diminuer, minimiser, je minimise, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
I, ho, io, mi, che
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
minimizar, misturar, I, eu, que eu, que, me
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ik, I, mij, me
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
минимизировать, преуменьшать, Я, мне, I, меня
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jeg, I
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jag, I
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pienentää, vähätellä, Olen, I, en, minä, minun
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jeg minimere, minimerer jeg
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zmenšit, I, jsem, já, bych, mi
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
minimalizować, pomniejszać, minimalny, zbagatelizować, zminimalizować, mogę zminimalizować
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
én, I, azt, I., úgy
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Ben, I, ı, bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
Я
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
I, unë, kam, të, që unë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
I, аз, съм, да, че
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Я
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
minimeerima, ma, I, Mul, mu, olen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
minimiziranje, Ja, I, sam, mi, ću
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ég, I, sem ég, að ég
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Aš, I, man, Turiu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
I, Es, man
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јас, Се, I, можам, сум
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
I, am, eu, să
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
I, jaz, sem, bom, mi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Aj, I, I k, A
Τυχαίες λέξεις