Odziać στα ελληνικά

Μετάφραση: odziać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντύνομαι, ντύνω, φόρεμα, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω
Odziać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dumny στα ελληνικά - περήφανος, ψηλός, καμαρωτός, υπερήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανοι για
  • ekspansywnie στα ελληνικά - expansively, επεκτατικά, διασταλτικά
  • finansjera στα ελληνικά - χρηματοδοτώ, χρηματοδότες, Οικονομολόγοι, χρηματοδοτών, χρηματιστές
  • fotokomórka στα ελληνικά - φωτοκύτταρο, φωτοκύτταρου, το φωτοκύτταρο, φωτοκυττάρου, φωτοκυττάρων
Τυχαίες λέξεις
Odziać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντύνομαι, ντύνω, φόρεμα, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω