Odziewać στα ελληνικά
Μετάφραση: odziewać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντύσιμο, επενδύω, φόρεμα, ντύνομαι, εξουσιοδοτούμαι, αμφίεση, διορίζομαι, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ambulans στα ελληνικά - νοσοκομειακό, ασθενοφόρο, ασθενοφόρων, ασθενοφόρου, το ασθενοφόρο, ασθενοφόρα
- banał στα ελληνικά - σαχλαμάρα, κοινοτυπία, πεζότητα, κοινός, κοινοτοπία, κοινοτυπίας, κοινοτοπίας, ...
- definitywny στα ελληνικά - τελικός, τελική, τελικό, τελικής, τελικού
- doprowadzenie στα ελληνικά - μόλυβδος, περιστολή, αναγωγή, μείωση, λουρί, παράδοση, παραλαβή, ...
Τυχαίες λέξεις
Odziewać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντύσιμο, επενδύω, φόρεμα, ντύνομαι, εξουσιοδοτούμαι, αμφίεση, διορίζομαι, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω
Μεταφράσεις: ντύσιμο, επενδύω, φόρεμα, ντύνομαι, εξουσιοδοτούμαι, αμφίεση, διορίζομαι, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω