Διορίζομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: διορίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ubrać, odziewać, wkładać, inwestować, zainwestować, wyposażyć, wyznaczony, wyposażony, urządzony, mianowany, Powołany
Διορίζομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διορίζομαι

διορίζομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, διορίζομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • διοικώ στα πολωνικά - stosować, gospodarować, zaaplikować, wyznaczać, aplikować, kierować, rozdawać, ...
  • διορία στα πολωνικά - określenie, wyraz, wyrażenie, term, okres, pojęcie, warunek, ...
  • διορίζω στα πολωνικά - przydzielić, oznaczyć, desygnować, zlecić, przyporządkować, nakazywać, cedować, ...
  • διορατικός στα πολωνικά - bystry, ostrożny, przezorny, przenikliwy, perspicacious, przewidujący, mądry
Τυχαίες λέξεις
Διορίζομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ubrać, odziewać, wkładać, inwestować, zainwestować, wyposażyć, wyznaczony, wyposażony, urządzony, mianowany, Powołany