Oferować στα ελληνικά
Μετάφραση: oferować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσφέρω, προσφορά, πλοίο, προσπάθεια, απόπειρα, προσφοράς, την προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akordeonista στα ελληνικά - ακορντεονίστα, ακορντεονίστας, τον ακορντεονίστα, ακκορντεονίστα, ακκορντεονίστας
- areał στα ελληνικά - περιοχή, εκτάσεων, έκταση, έκτασης, έκτασης που, αποξηραθούν
- bilansista στα ελληνικά - λογιστής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
- fatum στα ελληνικά - πεπρωμένο, μοίρα, θύμα, ειμαρμένη, θάνατος, τύχη, τύχης, ...
Τυχαίες λέξεις
Oferować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσφέρω, προσφορά, πλοίο, προσπάθεια, απόπειρα, προσφοράς, την προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει
Μεταφράσεις: προσφέρω, προσφορά, πλοίο, προσπάθεια, απόπειρα, προσφοράς, την προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει