Ogłuszać στα ελληνικά
Μετάφραση: ogłuszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντρίβω, ζαλίζω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- egzekwowalny στα ελληνικά - εκτελεστή, εκτελεστές, εκτελεστό, εκτελεστός, εκτελεστά
- generalnie στα ελληνικά - γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, συνήθως
- gruźliczy στα ελληνικά - φυματιών, φυματικός, φυματιώδη, φυματιώδεις, φυματιώδους
- impas στα ελληνικά - απραξία, σαστίζω, αδιέξοδο, το αδιέξοδο, αδιεξόδου, αδιέξοδα, αδιέξοδο που
Τυχαίες λέξεις
Ogłuszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντρίβω, ζαλίζω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί
Μεταφράσεις: συντρίβω, ζαλίζω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί