Olbrzymieć στα ελληνικά
Μετάφραση: olbrzymieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρήζω, φουσκώνω, εξογκώνω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asocjacyjny στα ελληνικά - συνειρμική, συνειρμικό, συνεταιριστικού, συνεταιριστικών, συνεταιριστικές
- deszczowiec στα ελληνικά - αδιάβροχο, αδιάβροχό
- elektrostrykcja στα ελληνικά - ηλεκτροσυστολής, ηλεκτρο
- integracja στα ελληνικά - ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης
Τυχαίες λέξεις
Olbrzymieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρήζω, φουσκώνω, εξογκώνω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Μεταφράσεις: πρήζω, φουσκώνω, εξογκώνω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά