Λέξη: τωρινός
Σχετικές λέξεις: τωρινός
τωρινός συνώνυμα, τωρινός συνώνυμο
Συνώνυμα: τωρινός
σύγχρονος, κυκλοφορών, τρεχούμενος, τρέχων, ισχύων, σημερινός
Μεταφράσεις: τωρινός
τωρινός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
current, present, of today
τωρινός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contemporáneo, corriente, actual, actuales, de corriente, corriente de
τωρινός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gegenwärtig, strom, aktuell, momentan, geläufig, laufend, strömung, gängig, lauf, Strom, aktuellen, aktuelle
τωρινός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
course, présent, flot, flux, cours, contemporain, jet, ruisseau, courant, actuel, actuelle, en cours
τωρινός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corrente, attuale, flusso, presente, profluvio, corrente di, di corrente, correnti
τωρινός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corrente, fluxo, actual, vigente, atual, atuais, de corrente
τωρινός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stroom, loop, tegenwoordig, huidig, stroming, actueel, courant, huidige, actuele
τωρινός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
согласный, порядковый, поток, ходкий, употребительный, ток, текущий, река, течение, современный, общеупотребительный, струя, ход, направление, тока, текущая, текущее
τωρινός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elv, inneværende, gangbar, aktuell, strøm, nåværende, gjeldende, dagens
τωρινός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nuvarande, ström, aktuella, aktuell
τωρινός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sähkövirta, virta, moderni, virtaus, ajautua, nykyinen, nykyisen, nykyiseen, nykyistä, nykyiset
τωρινός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nærværende, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
τωρινός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
proud, aktuální, obvyklý, nynější, běh, současný, proudu, současná
τωρινός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strumień, potoczny, dotychczasowy, współczesny, bieg, obiegowy, elektryczny, obecny, potok, aktualny, nurt, prąd, prądowy, bieżący, prądu
τωρινός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közhasználatú, jelenlegi, aktuális, folyó, áram, a jelenlegi
τωρινός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akıntı, akım, ırmak, mevcut, geçerli, güncel, cari
τωρινός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чинний, поточний, струм, поточна, течія, згідний, ток
τωρινός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rryma, aktual, i tanishëm, aktuale, tanishme, e tanishme
τωρινός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ток, текущ, текущата, настоящата, текущия
τωρινός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ток
τωρινός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nüüdne, vool, kulg, praegune, praeguse, praegust, praeguste, praegused
τωρινός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
efektiva, struja, Trenutna, Trenutni, struje, trenutne
τωρινός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
núverandi, Current, nú, straumur, Núgild
τωρινός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
amnis
τωρινός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
srautas, dabartinis, dabartinė, dabartinės, srovė, srovės
τωρινός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strāva, straume, pašreizējais, pašreizējo, pašreizējā, strāvas
τωρινός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тековната, сегашната, тековните, сегашните, сегашниот
τωρινός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curent, actual, actuală, curentă, curente
τωρινός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tok, sedanji, trenutna, sedanja, trenutni
τωρινός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obvyklý, prúd, prúdu, prúdom