Onieśmielać στα ελληνικά
Μετάφραση: onieśmielać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφοβίζω, εκφοβίσει, εκφοβίσουν, εκφοβισμό, εκφοβίζουν, εκφοβίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adorować στα ελληνικά - λατρεύω, λατρεύουν, λατρέψετε, adore, αγαπούν
- awanturniczy στα ελληνικά - επικίνδυνος, ταραχώδης, τολμηρός, παράτολμος, περιπετειώδη, περιπετειώδεις, τολμηροί, ...
- deszczyk στα ελληνικά - ψιλοβρόχι, ψιλοβρέχω, ψιλοβρέχει, ψιχαλίζει, ψιλόβροχο, περιχύστε, περιχύνουμε
- dwuwypukły στα ελληνικά - αμφίκυρτα, αμφίκυρτο, αμφίκυρτου, αμφίκυρτων, αμφίκυρτο με
Τυχαίες λέξεις
Onieśmielać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, εκφοβίσει, εκφοβίσουν, εκφοβισμό, εκφοβίζουν, εκφοβίζει
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, εκφοβίσει, εκφοβίσουν, εκφοβισμό, εκφοβίζουν, εκφοβίζει