Λέξη: άσπρος

Σχετικές λέξεις: άσπρος

άσπρος χάϊλαντς τεριέ χαριζεται, άσπρος ταραμάς, άσπρος ποταμός, άσπρος νάνος, άσπρος λαγός, άσπρος λαγός 2010 οινοποιείο δουλουφάκη, άσπρος άσπρος κόσμος, ασπροπίνακας, άσπρος χάϊλαντς τεριέ, άσπρος γουέστ χάϊλαντς τεριέ

Συνώνυμα: άσπρος

λευκός

Μεταφράσεις: άσπρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
white
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
blanco, blanca, blancos, en blanco, blancas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weiß, bleichen, blank, leer, weiße, weißen, white, weiss
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
blanchir, pur, blanc, blême, herber, blafard, blancheur, vide, hâve, pâle, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bianchezza, imbiancare, biancore, bianco, bianca, white, nero, bianchi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assobio, assobiar, branco, branca, brancos, white, o branco
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leegte, ledig, leeg, blank, oningevuld, blanco, wit, blanke, witte, een witte, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
белокожий, белизна, пустой, белогвардеец, белок, белый, порожний, седой, белом, белого, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blek, hvit, hvite, hvitt, white
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uttryckslös, vit, nitlott, vitt, vita, white, vits
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vitivalkoinen, valkoinen, valkea, valkoisella, valkoista, white, valkoisen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hvid, hvidt, hvide, white
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bílit, bledý, bělit, čistý, běloba, bělost, běloch, bílá, bílý, bílé, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
białko, biel, pokrzewka, białkówka, blady, biały, białym, białe, white, białego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fehérizzó, kommunistaellenes, fehérség, polírozatlan, ártalmatlan, színtelen, halvány, fehéráru, fehér, konzervatív, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boş, ak, beyaz, beyaz bir, white
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крихта, білий, біла, біле
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bardhë, e bardhë, i bardhë, white, të bardhë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бяло, бели, бял, бяла, бялата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пусты, белы, белый
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valge, valged, valget, valgete, white
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijeliti, sijed, bijel, bijelih, bijela, bijelo, bijele, bijeli, white
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvítur, hvítt, WHITE, hvít, hvíta
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
albus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baltas, baltaodis, balta, baltos, balti, baltos spalvos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
balts, baltais, balta, baltā, baltas, baltu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бела, бело, бел, бели, Белата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gol, alb, albă, albe, alba, culoare albă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bela, bel, white, belo, beli
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
biely, biela, bílá, biele, čierna
Τυχαίες λέξεις