Opóźniać στα ελληνικά
Μετάφραση: opóźniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, επιβραδύνω, υστέρηση, καθυστερώ, δυσχεραίνω, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezbronny στα ελληνικά - αφοπλισμένος, άοπλος, ευάλωτος, ανυπεράσπιστος, ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, ...
- eksperymentalny στα ελληνικά - δοκιμαστικός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
- elektrotechnik στα ελληνικά - ηλεκτρολόγος, ηλεκτροτεχνιτών
- gród στα ελληνικά - πανύψηλος, πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
Τυχαίες λέξεις
Opóźniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, επιβραδύνω, υστέρηση, καθυστερώ, δυσχεραίνω, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Μεταφράσεις: παρακωλύω, επιβραδύνω, υστέρηση, καθυστερώ, δυσχεραίνω, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως