Opłacić στα ελληνικά
Μετάφραση: opłacić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρητά, πληρωμή, χρήματα, εξαργυρώνω, πληρώνω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dwuwęglan στα ελληνικά - διττανθρακικό, όξινο ανθρακικό, όξινο, διττανθρακικού, όξινου ανθρακικού
- dynatron στα ελληνικά - Dynatron, την Dynatron
- dyszkantowy στα ελληνικά - τριπλός, τριπλασιάζω
- eucharystia στα ελληνικά - ευχαριστία, Ευχαριστίας, Θεία Ευχαριστία, Θείας Ευχαριστίας
Τυχαίες λέξεις
Opłacić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρητά, πληρωμή, χρήματα, εξαργυρώνω, πληρώνω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Μεταφράσεις: μετρητά, πληρωμή, χρήματα, εξαργυρώνω, πληρώνω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν