Λέξη: πεπερασμένος
Σχετικές λέξεις: πεπερασμένος
πεπερασμένος λεξικό, πεπερασμένος σημασια, πεπερασμένος αριθμός, πεπερασμένος ορισμός, πεπερασμένος χρόνος, πεπερασμένος αγγλικα, πεπερασμένος συνώνυμα
Συνώνυμα: πεπερασμένος
περιορισμένος, τετελεσμένος, τέλειος
Μεταφράσεις: πεπερασμένος
πεπερασμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
finite, a finite
πεπερασμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
finito, finita, finitos, finitas, limitado
πεπερασμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
teilüberdeckung, endliche, endlich, endlichen, Finite, endlicher
πεπερασμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fini, final, terminal, finie, finis, limitée, finies
πεπερασμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finito, finita, finiti, definita, limitata
πεπερασμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
finito, finita, finitos, finitas, limitado
πεπερασμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eindige, eindig, finite, beperkte
πεπερασμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
личный, ограниченный, конечный, конечное, конечная, конечной, конечна
πεπερασμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
finite, endelig, begrenset, endelige, bestemt
πεπερασμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ändlig, finit, finita, begränsad, ändliga
πεπερασμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äärellinen, rajallinen, äärellisen, finite, äärellisellä
πεπερασμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
finite, begrænset, endelig, endeligt, begrænsede
πεπερασμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konečný, konečných, konečné, konečná, omezené
πεπερασμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
końcowy, skończony, ograniczony, określony, skończone, skończona
πεπερασμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elhatárolt, véges, a véges, véges kockázatú, végesek
πεπερασμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınırlı, sonlu, sonlu bir
πεπερασμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обмежений, кінцевий
πεπερασμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i caktuar, fundme, caktuar, e fundme, të fundme
πεπερασμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ограничен, краен, крайни, крайно, определен
πεπερασμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канчатковы
πεπερασμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiratud, lõplike, lõplik, lõpliku, piiritletud
πεπερασμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
određen, ograničen, konačan, konačni, konačnih, konačnog, konačna
πεπερασμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endanlegt, tímabundið, endanlega, endanleg, endanlegri
πεπερασμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baigtinis, ribotas, baigtinių, galutinio, ribinis
πεπερασμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ierobežots, galīgo, galīgs, ierobežoti, ierobežotas
πεπερασμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конечни, конечен, конечна, ограничен, на конечни
πεπερασμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
finit, finite, finită, finita, limitată
πεπερασμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
končnih, končna, končno, finite, končen
πεπερασμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konečný, konečné, konečného, konečným, koncový