Λέξη: διεισδυτικός

Σχετικές λέξεις: διεισδυτικός

διεισδυτικός καρκινος, διεισδυτικός συνώνυμο, διεισδυτικός πλακούντας, διεισδυτικός συνωνυμα

Μεταφράσεις: διεισδυτικός

διεισδυτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
penetrating, intrusive, pervasive, invasive, penetrant

διεισδυτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
penetrante, intruso, Intrusivo, intrusiva, intrusivos, intrusivas

διεισδυτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stechend, durchdringend, aufdringlich, Intrusive, aufdringliche, intrusiven, aufdringlichen

διεισδυτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
profond, intelligent, perçant, strident, pénétrant, sagace, subtil, perspicace, mordant, intrusif, intrusive, intrusif de, intrusive de

διεισδυτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invadente, Intrusivo, intrusiva, invadenti, intrusive

διεισδυτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intrusivo, intruso, intrusiva, intrusive, Incomodativo

διεισδυτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opdringerig, opdringerige, intrusieve, indringende, Intrusive

διεισδυτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проникающий, проницательный, пробивной, прозорливый, острый, пронзительный, навязчивый, Intrusive, интрузивный, интрузивного, Интрузивные

διεισδυτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjennomtrengende, påtrengende, Intrusiv, Intrusive, forstyrrende

διεισδυτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skarp, påträngande, Intrusive, störande, inkräktande, ingripande

διεισδυτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
terävä, syvällekäyvä, läpitunkeva, veitsenterävä, tunkeileva, Intrusive, tungettelevaa, tungettelevia, tungetteleva

διεισδυτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Intrusive, påtrængende, indgribende, forstyrrende, Intrusiv

διεισδυτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pronikající, pronikavý, bystrý, dotěrný, Intrusive, rušivé, dotěrné, dotěrní

διεισδυτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głęboki, wnikliwy, bystry, przenikliwy, natrętny, narzucający się, Intrusive, nachalne

διεισδυτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tolakodó, Intrusive, beavatkozó, intruzív, zavaró

διεισδυτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
davetsiz, Intrusive, müdahaleci, intruzif, Sokulum

διεισδυτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гостра, гостре, прозорливий, гострий, проникаючий, нав'язливий, Нав`язливий, нав'язливе

διεισδυτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i bezdisshëm, bezdisshëm, ndërhyrës, ndërhyrëse, bezdisshme

διεισδυτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
натрапчив, обезпокоителния, досаден, интрузивен

διεισδυτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дакучлівы, раз'ядае, раз'ядае той, неадчэпны

διεισδυτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läbitungiv, intrusiivne, kohtjuhtimine, Intrusive, pealetükkiv, pealetükkivad

διεισδυτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pronicljiv, prodoran, nametljiv, nametljivo, intrusive, nametljiva, nametljivi

διεισδυτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppáþrengjandi, og uppáþrengjandi, ágengar, endurupplifun

διεισδυτικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
penetrabilis

διεισδυτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įkyrūs, nepageidaujamas, įkyrus, Intrusive, invazinį

διεισδυτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzbāzīgs, uzmācīgs, Intrusive, uzmācīgi, uzbāzīgu

διεισδυτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нападни, наметлив, наметливи, наметлива, наметливо

διεισδυτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
penetrant, Intrusive, intruziv, intruzivă, intruzive, intruziune

διεισδυτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vsiljivo, vsiljivi, vsiljiv, vsiljive, vsiljiva

διεισδυτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dotieravý, dotieravé, dotieraví, dotieravo, dotieravá
Τυχαίες λέξεις