Opanowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: opanowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανέχομαι, ηρεμία, διατάζω, προσταγή, εντολή, φραγμός, όψη, έκφραση, κράτημα, προστάζω, πιάνω, αιχμαλωσία, αταραξία, αιχμαλωτίζω, λαβή, μαεστρία, γνώση, κυριότητα, κυριαρχία, εκμάθηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- baczyć στα ελληνικά - βλέπω, φρουρά, μοιρολογώ, παραβλέπω, παραγνωρίζω, ρολόι, παρακολουθώ, ...
- cyganić στα ελληνικά - κλέβω, φενακίζω, ζαβολιάρης, ψεματάκι, FIB, μαρμαρυγής, μούσι, ...
- dwójkowy στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
- dyszel στα ελληνικά - αχτίδα, δοκός, καδρόνι, παλούκι, άξονας, πάσσαλος, στέλεχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Opanowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανέχομαι, ηρεμία, διατάζω, προσταγή, εντολή, φραγμός, όψη, έκφραση, κράτημα, προστάζω, πιάνω, αιχμαλωσία, αταραξία, αιχμαλωτίζω, λαβή, μαεστρία, γνώση, κυριότητα, κυριαρχία, εκμάθηση
Μεταφράσεις: ανέχομαι, ηρεμία, διατάζω, προσταγή, εντολή, φραγμός, όψη, έκφραση, κράτημα, προστάζω, πιάνω, αιχμαλωσία, αταραξία, αιχμαλωτίζω, λαβή, μαεστρία, γνώση, κυριότητα, κυριαρχία, εκμάθηση