Opierzenie στα ελληνικά

Μετάφραση: opierzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτερό, σανίδωμα, πέτσωμα, σανίδες, σανιδώματα, πετσώματος
Opierzenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apodyktycznie στα ελληνικά - αυταρχικά, αυθαιρετώς, τελικώς, επιτακτικά
  • certyfikować στα ελληνικά - βεβαιώνω, πιστοποιώ, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
  • charakterystyczny στα ελληνικά - ξεχωριστός, τυπικός, χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
  • ekscytować στα ελληνικά - συγκίνηση, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
Τυχαίες λέξεις
Opierzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτερό, σανίδωμα, πέτσωμα, σανίδες, σανιδώματα, πετσώματος