Opodatkować στα ελληνικά
Μετάφραση: opodatkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορολογώ, φόρος, προβληματίζω, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική
Μεταφράσεις
- biskup στα ελληνικά - πατριάρχης, επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος
- deklamacja στα ελληνικά - δημηγορία, απαγγελία
- drzwi στα ελληνικά - πόρτα, πόρτας, θύρα, θύρας, θυρών
- fulmar στα ελληνικά - ΡιιΙγπ, Fulmar
Τυχαίες λέξεις
Opodatkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορολογώ, φόρος, προβληματίζω, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική
Μεταφράσεις: φορολογώ, φόρος, προβληματίζω, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική