Pęcznienie στα ελληνικά
Μετάφραση: pęcznienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρήξιμο, φλεγμονή, εξάπλωση, διαστολή, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Μεταφράσεις
- chwiejny στα ελληνικά - διστακτικός, ασταθής, γλιστερός, ολισθηρός, επισφαλής, ανερμάτιστος, ασταθή, ...
- dojrzałość στα ελληνικά - ήβη, ωριμότητα, λήξη, τη λήξη, ωριμότητας, ληκτότητα
- dowiadywać στα ελληνικά - ερωτώ, ανεύρεση, ερευνώ, βρίσκω, εύρημα, ενημερωθείτε, ρωτήσετε, ...
- emigrant στα ελληνικά - απόδημος, μετανάστη, απόδημου, μετανάστης, αποδήμων
Τυχαίες λέξεις
Pęcznienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρήξιμο, φλεγμονή, εξάπλωση, διαστολή, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Μεταφράσεις: πρήξιμο, φλεγμονή, εξάπλωση, διαστολή, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά