Λέξη: κυρίαρχος

Σχετικές λέξεις: κυρίαρχος

κυρίαρχοσ του παιχνιδιού, κυρίαρχος πλανήτης, κυρίαρχος συνώνυμα, κυρίαρχος αντωνυμο, κυρίαρχοσ συνώνυμο, κυρίαρχος του παιχνιδιού 3 η λύτρωση, κυρίαρχοσ πλανήτησ του ωροσκόπου, κυρίαρχοσ λόγοσ, κυρίαρχος του πολέμου (2005), κυρίαρχος του πολέμου

Συνώνυμα: κυρίαρχος

απόφαση, διοίκηση, χαράκωμα χάρτου, κυριαρχών, ηγεμόνας, ηγεμών, χρυσή λίρα αγγλίας, ανώτατος άρχοντας

Μεταφράσεις: κυρίαρχος

κυρίαρχος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sovereign, ruling, paramount, dominant, master

κυρίαρχος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soberano, monarca, soberana, soberanos, soberanía, soberana de

κυρίαρχος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unübertrefflich, herrschend, entscheidung, urteil, souverän, regelnd, höchst, größte, beherrschend, regierend, regelung, herrscher, monarch, Souverän, Herrscher, Staats, souveränen, souveräne

κυρίαρχος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décision, dirigeant, rapport, sentence, jugement, souverain, ambiant, monarque, maître, arrêté, gouvernant, souveraine, souverains, souveraines, souveraineté

κυρίαρχος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sovrano, decisione, sovrana, sovrani, sovranità

κυρίαρχος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
julgamento, sumo, soberano, lembrança, soberana, soberania, soberanos, soberanas

κυρίαρχος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
soeverein, oppermachtig, monarch, vonnis, potentaat, beheerser, souverein, soevereine, vorst, koning

κυρίαρχος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
управление, властитель, постановление, державный, владелец, господствующий, полновластный, соверен, правящий, властелин, суверен, независимый, повелительница, высочайший, государь, государственный, суверенное, суверенным, суверенного, суверенный, суверенная

κυρίαρχος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjennelse, hersker, suverene, Sovereign, suveren, stats, suverent

κυρίαρχος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regent, suverän, beslut, dom, avgörande, suveräna, stats, suveränt, härskare

κυρίαρχος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viivoittava, välipäätös, korkein, päätös, valtias, valtiatar, säädös, ylin, hallitseva, yleisin, täysivaltainen, tuomioistuimen ratkaisu, suvereeni, suvereenin, suvereenien, suvereenia

κυρίαρχος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
suveræn, suveræne, suverænt, statslig, selvstændig

κυρίαρχος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výsostný, suverén, svrchovaný, panovník, vládce, výnos, nařízení, rozsudek, suverénní, sovereign, svrchované

κυρίαρχος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
grafion, władca, panujący, zarządzanie, władny, monarcha, decyzja, liniowanie, liniatura, wyrok, udzielny, władanie, suwerenny, suweren, postanowienie, orzeczenie, suwerenne

κυρίαρχος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szuverén, szokásos, rendelkezés, vonalazás, állami, független, a szuverén, állampapír

κυρίαρχος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kral, hükümdar, egemen, ülke, egemen bir, egemenlik, bağımsız

κυρίαρχος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
соверен, повновладний, управління, постанова, суверенний, керування, врядування, найвищий, суверенна, суверенне, суверенну, суверенною

κυρίαρχος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sovran, sovrane, mbreti, sovrani, mbret

κυρίαρχος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
постановяване, управление, суверенен, суверен, суверенна, суверенното, суверенната

κυρίαρχος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суверэнная, суверэннае, суверэнную, сувэрэнная

κυρίαρχος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitseja, valitsev, suveräänne, suveräänse, suveräänsete, suveräänseid, riiklike

κυρίαρχος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vladar, gospodarenje, presuda, djelotvoran, odluka, vrhovni, vladali, suveren, suverena, suverene, suvereni

κυρίαρχος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullvalda, Sovereign, ríkissjóðs, alvaldi, alvaldur

κυρίαρχος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suverenus, suverenas, suvereni, suverenios, suverenią

κυρίαρχος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neatkarīgs, valdnieks, augstākais, suverēna, suverēnas

κυρίαρχος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
суверена, суверени, суверен, суверено, суверените

κυρίαρχος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
monarh, suveran, suverane, suverană, suverana, suveran de

κυρίαρχος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
suverén, suverena, suveren, suvereno, suverene, suvereni

κυρίαρχος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
suverén, výsostný, suverénny, suverénne, zvrchované, suverénnej, suverénna

Στατιστικά δημοτικότητας: κυρίαρχος

Τυχαίες λέξεις