Płonąć στα ελληνικά
Μετάφραση: płonąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καίω, λάμψη, φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι, φλόγες, καψαλίζω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciągarka στα ελληνικά - σύρων, εξολκέα, εξολκέας, έλξεως, puller
- dywan στα ελληνικά - αθλητής, μαλλί, χαλί, μοκέτα, δρομέας, τάπητα, ταπήτων, ...
- gruszka στα ελληνικά - αχλάδι, απίδι, αχλαδιού, αχλαδιών, αχλάδια, αχλαδιές
- immunologia στα ελληνικά - ανοσολογία, Immunology, ανοσολογίας, της ανοσολογίας, την ανοσολογία
Τυχαίες λέξεις
Płonąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καίω, λάμψη, φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι, φλόγες, καψαλίζω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Μεταφράσεις: καίω, λάμψη, φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι, φλόγες, καψαλίζω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται