Λέξη: μπορώ
Σχετικές λέξεις: μπορώ
μπορώ να αλλάξω φακούς μεταξύ διαφορετικών dslr, μπορώ να μετατρέψω τη τηλεόρασή σου σε smart tv, μπορώ αννα δρούζα, μπορώ να ψηφίσω από το εξωτερικό, μπορώ να μην ψηφίσω, μπορώ να μείνω έγκυος όταν έχω περίοδο, μπορώ και χωρίς ευρώ, μπορώ να βάλω custom rom στο android smartphone μου, μπορώ σκαι, μπορώ συνώνυμο
Συνώνυμα: μπορώ
κονσερβοποιώ, δύναμαι, ενδέχεται, επιτρέπεται
Μεταφράσεις: μπορώ
μπορώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
can, I, can I, I can, do I
μπορώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bote, lata, poder, puede, pueden, pueda, posible
μπορώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entlassen, konservieren, boden, kanister, gießgefäß, kanne, arsch, konserve, gesäß, können, hinauswerfen, hintern, po, einmachen, darf, toilette, Dose, kann, kannst, möglich
μπορώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
congédier, croupe, puissent, pouvoir, toilettes, peuvent, toilette, bidon, postérieur, jerrycan, su, connaître, cul, fesses, pouvons, peut, pouvez, possible
μπορώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bidone, barattolo, potere, lattina, può, possibile
μπορώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vestimenta, traje, lata, toalhete, pode, podem, possível, puder
μπορώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kont, bips, kunnen, inblikken, zitvlak, achterste, kleding, toilet, kan, kunt, mogelijk
μπορώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жестянка, канистра, мочь, тюряга, туалет, уволить, лейка, жесть, баллончик, банка, неуверенность, консервировать, уметь, смочь, бидон, уборная, может, можете, могут, можно, могу
μπορώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kan, kan for, kan kontakte, mulig, kan du
μπορώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kunna, kan, kan för, möjligt
μπορώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tonkka, pönttö, voida, voi, pystyä, voidaan, purkki, purnukka, voivat, voit
μπορώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kunne, kande, dåse, kan, kan for, muligt
μπορώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konev, smět, moci, plechovka, kanystr, umět, může, můžete, mohou
μπορώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
móc, bańka, blaszanka, paka, koszulka, umieć, zdołać, bardacha, kanister, puszka, potrafić, może, można, mogą, możliwe
μπορώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
klotyó, tejcsárda, konzervdoboz, tud, lehet, is, tudsz, tudja
μπορώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tuvalet, dip, kutu, yapabilirsiniz, olabilir, can, mümkün
μπορώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
могти, невпевненість, вміти, може, бідон, уміти
μπορώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mund, mund të, mundeni, mundet
μπορώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мога, може, да, могат, може да
μπορώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзаду, можа
μπορώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võima, konservima, kanister, saab, võib, võimalik, ei, saa
μπορώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
znam, konzerva, može, konzervirati, mogu, možete, mogu imati, možemo
μπορώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dós, brúsi, getur, geta, getum, hægt, get
μπορώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užpakalis, išvietė, skardinė, galėti, tualetas, galima, gali, galite, galime, negali
μπορώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kanna, pakaļpuse, sēžamvieta, dibens, atlaist, var, varat, iespējams, varam, nevar
μπορώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
може да, може, може да се, да, можат
μπορώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
concedia, fund, putea, poate, pot, puteți, se poate
μπορώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konzerva, lahko, mogoče, se lahko, more
μπορώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smieť, vedie, plechovka, moci, konzerva, plechov
Στατιστικά δημοτικότητας: μπορώ
Τυχαίες λέξεις