Pagórkowaty στα ελληνικά
Μετάφραση: pagórkowaty, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοφώδης, λοφώδες, λοφώδη, λοφώδεις, ορεινό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czynszownik στα ελληνικά - copyholder
- dziąsło στα ελληνικά - μαστίχα, κόμμι, κόμμεος, ούλων, κόμμεως, τσίχλας
- histologia στα ελληνικά - ιστολογία, Ιστολογίας, ιστολογική εξέταση, Η ιστολογική εξέταση, Η ιστολογία
Τυχαίες λέξεις
Pagórkowaty στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοφώδης, λοφώδες, λοφώδη, λοφώδεις, ορεινό
Μεταφράσεις: λοφώδης, λοφώδες, λοφώδη, λοφώδεις, ορεινό