Λέξη: φιλύποπτος
Σχετικές λέξεις: φιλύποπτος
φιλύποπτος τι σημαινει, φιλύποπτος σημασια
Συνώνυμα: φιλύποπτος
έξυπνος, ύποπτος, καχύποπτος, δύσπιστος
Μεταφράσεις: φιλύποπτος
φιλύποπτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cagey, leery, suspicious, distrustful, leery of
φιλύποπτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sospechoso, recelosos, receloso, recelosa, desconfían
φιλύποπτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
misstrauisch, misstrauisch gegen, mißtrauisch, misstrauisch gegenüber, leery
φιλύποπτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prudent, circonspect, réservé, méfiant, méfiants, méfier, méfie, méfient
φιλύποπτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
astuto, sospettosa, diffidenti, leery
φιλύποπτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ardiloso, astuto, desconfiado, leery, suspeitoso
φιλύποπτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sluw, wantrouwig, wantrouwend, leery, wantrouwend moet
φιλύποπτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скрытный, хитрый, подозрением, подозрением относятся, с подозрением относятся, подозрительный
φιλύποπτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leery, skeptisk, Dawson Leery, skeptisk til
φιλύποπτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
SLUG, leery, misstänksamma, misstänk
φιλύποπτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varovainen, leery, epäluuloisia, epäluuloinen jnk
φιλύποπτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mistænksom, leery, forsigtig, leery på
φιλύποπτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opatrný, rezervovaný, lstivý, podezíravý, pochybují
φιλύποπτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ostrożny, szczwany, chytry, nieufny, nieufny co, leery
φιλύποπτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
furfangos, ravasz
φιλύποπτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
temkinli, uyanık, açıkgöz, kurnaz
φιλύποπτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хитрий, хитра
φιλύποπτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dyshues, dinak, syhapur, syhapur për, dyshues për
φιλύποπτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подозрителен, хитър, подозрителни, подозрителна
φιλύποπτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хітры
φιλύποπτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hillitsetud, Ettevaatus, umbusklikud, Ettevaatus on, Erapoolik jnk, umbusklikuks
φιλύποπτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sumnjičav, leery, nepovjerljiv, lukav
φιλύποπτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leery, tortryggin í garð, tortryggin, tortryggnir, tortryggin í
φιλύποπτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Atsargiai, leery, Szczwany, Chytry
φιλύποπτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
leery
φιλύποπτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подозрителен, недоверливи, недоверливи кон
φιλύποπτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șmecher, smecher, leery, bănuit, prudenŃi
φιλύποπτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Sumnjičav
φιλύποπτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opatrný, mazaný, ľstivý, lstivý, ľsti, prefíkaný, nečestný
Τυχαίες λέξεις