Panikować στα ελληνικά
Μετάφραση: panikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πανικός, πανικοβάλλω, πανικού, πανικό, τον πανικό, ο πανικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chloropikryna στα ελληνικά - chloropicrin, χλωροπικρίνη, χλωροπικρίνης, της χλωροπικρίνης
- halucynacyjny στα ελληνικά - παραισθησιογόνος, ψευδαισθητικές, ψευδαισθησιακά, παραισθησιακό, παραισθησιογόνου
- imbecylizm στα ελληνικά - ηλιθιότητα, μωρεία που, μωρεία, μωρία που, Η ηλιθιότητα
- introligator στα ελληνικά - βιβλιοδέτης, βιβλιοδέτη, βιβλιοδετείο
Τυχαίες λέξεις
Panikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πανικός, πανικοβάλλω, πανικού, πανικό, τον πανικό, ο πανικός
Μεταφράσεις: πανικός, πανικοβάλλω, πανικού, πανικό, τον πανικό, ο πανικός