Pełnomocnik στα ελληνικά
Μετάφραση: pełnomocnik, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρώνω, παράγων, συνήγορος, υποκαθιστώ, πράκτορας, παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, μεσίτης, αναπληρωματικός, πληρεξούσιο, πληρεξούσιος, μεσολάβησης, proxy, διακομιστή μεσολάβησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezzwłocznie στα ελληνικά - αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα
- dobrze στα ελληνικά - σωστός, φίνος, δικαίωμα, πρόστιμο, αίθριος, ψιλή, δεξιός, ...
- drużka στα ελληνικά - παράνυμφος, παράνυμφων, Bridesmaid, Φορέματα για Παρανυφάκια, Παρανυφάκι
- dyplomować στα ελληνικά - πιστοποιητικό, βεβαιώνω, πιστοποιώ, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
Τυχαίες λέξεις
Pełnomocnik στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρώνω, παράγων, συνήγορος, υποκαθιστώ, πράκτορας, παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, μεσίτης, αναπληρωματικός, πληρεξούσιο, πληρεξούσιος, μεσολάβησης, proxy, διακομιστή μεσολάβησης
Μεταφράσεις: αναπληρώνω, παράγων, συνήγορος, υποκαθιστώ, πράκτορας, παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, μεσίτης, αναπληρωματικός, πληρεξούσιο, πληρεξούσιος, μεσολάβησης, proxy, διακομιστή μεσολάβησης