Pionowo στα ελληνικά

Μετάφραση: pionowo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμίζω, όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
Pionowo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • borować στα ελληνικά - τριβελίζω, τροχός, άσκηση, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
  • cukrowy στα ελληνικά - ζάχαρη, ζάχαρης, της ζάχαρης, τη ζάχαρη, σακχάρου
  • etiologiczny στα ελληνικά - αιτιολογικός, αιτιολογικοί, αιτιολογικό, αιτιολογική, αιτιολογικών
  • immatrykulować στα ελληνικά - εγγράφω, matriculate, εγγράφομαι
Τυχαίες λέξεις
Pionowo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμίζω, όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση