Piskliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: piskliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπεραστικός, τριζάτος, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciemnowłosy στα ελληνικά - μελαχρινός, σκούρος, σκοτεινός, μουχρός, σκοτάδι, σκούρο, σκοτεινό, ...
- degradacja στα ελληνικά - χειροτέρευση, επιδείνωση, υποβάθμιση, η υποβάθμιση, υποβάθμισης, αποικοδόμηση, αποδόμηση
- dostosowywać στα ελληνικά - αρμόζω, σκελετός, πλαισιώνω, διασκευάζω, βολεύω, προσαρμόζω, σώμα, ...
- grodzić στα ελληνικά - ξανθός, εσωκλείω, χλωμός, περικλείω, φράχτης, καθαριστικά οικιακής χρήσης, Οικιακές ηλεκτρικές, ...
Τυχαίες λέξεις
Piskliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπεραστικός, τριζάτος, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος
Μεταφράσεις: διαπεραστικός, τριζάτος, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος