Λέξη: καλόγερος
Σχετικές λέξεις: καλόγερος
καλόγερος δανιήλ, καλόγερος σαμουήλ, καλόγερος σπυρί, καλόγερος δανιήλ έζησε στη μονή του σινά στα τέλη τον 17ου αιώνα, καλόγερος ρούχων, καλόγερος ικεα, καλόγερος δανιήλ μονή του σινά, καλόγερος δανιήλ σινα, καλόγερος δανιήλ έζησε στη μονή σινά, καλόγερος ονειροκρίτης
Συνώνυμα: καλόγερος
βρασμός, εξάνθημα πυώδες, καλόγηρος
Μεταφράσεις: καλόγερος
καλόγερος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carbuncle, monk, boil, a monk, friar, coat hanger
καλόγερος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
monje, monk, fraile, monje de, monjes
καλόγερος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
karbunkel, karfunkel, Mönch, Mönchs, Mönches
καλόγερος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
furoncle, escarboucle, moine, religieux, moines, moine de
καλόγερος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
monaco, frate, monk, monaci, monaca
καλόγερος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
monge, monk, bhikkhu, frade, monges
καλόγερος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
monnik, monk, monniken, kloosterling
καλόγερος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
карбункул, монах, монахом, монаха, преподобный
καλόγερος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
munk, monk, munken, munke
καλόγερος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
munk, munken, monk, monken
καλόγερος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
munkki, monk, munkin, munkiksi
καλόγερος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
munk, munken, monk, munke
καλόγερος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
karbunkl, mnich, mnichem, mnicha, monk
καλόγερος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wrzód, karbunkuł, mnich, zakonnik, mnichem, mnicha, monk
καλόγερος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerzetes, szerzetest, barát, szerzetesnek
καλόγερος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keşiş, Monk, rahip, keşişi, bir keşiş
καλόγερος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
монах, чернець
καλόγερος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
murg, murgu, murg i, murgu i, monk
καλόγερος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
монах, монаха, Йеромонах, монахът
καλόγερος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
манах, мніх
καλόγερος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
munk, munga, monk, mungaks
καλόγερος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čir, monah, redovnik, redovnika, svećenik, medvjedica
καλόγερος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Munkurinn, munkur, munk einn
καλόγερος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienuolis, vienuoliu, vienuoliui, vienuoliai
καλόγερος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mūks, mūku, mūka, monk
καλόγερος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
калуѓер, монахот, монах, замонаши, свештеник
καλόγερος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
călugăr, calugar, monah, călugărul, călugăr de
καλόγερος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
menih, meniha, monk, menih je
καλόγερος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mních, mnich, monk, mnícha