Piszczeć στα ελληνικά

Μετάφραση: piszczeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στριγκλιά, κραυγή, στριγκλίζω, κραυγάζω, κουκούτσι, φωνάζω, γρύζω, κρυφοκοιτάζω, κελαϊδώ, τερετίζω, φτηνή, φθηνά, η φτηνή
Piszczeć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezgłosy στα ελληνικά - άφωνος, δεν έχουν φωνή, όσους δεν έχουν φωνή, άφωνων, άφωνες
  • centryfuga στα ελληνικά - φυγοκέντρησης, φυγόκεντρος, φυγόκεντρο, φυγοκέντρισης, φυγοκέντρου
  • cymbał στα ελληνικά - κόπανος, τράνταγμα, κλονισμός, βλάκας, ανίκανος
  • grypa στα ελληνικά - γρίπη, γρίπης, της γρίπης, γρίπης των, γρίπη των
Τυχαίες λέξεις
Piszczeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στριγκλιά, κραυγή, στριγκλίζω, κραυγάζω, κουκούτσι, φωνάζω, γρύζω, κρυφοκοιτάζω, κελαϊδώ, τερετίζω, φτηνή, φθηνά, η φτηνή