Λέξη: χορηγία
Σχετικές λέξεις: χορηγία
χορηγία στην αρχαία ελλάδα, χορηγία και δωρεά, χορηγία προέδρων κοινοτήτων, χορηγία και εταιρική κοινωνική ευθύνη, χορηγία english, χορηγία επικοινωνίας, χορηγία νομοθεσία, χορηγία πρώτης κατοικίας, χορηγία για θερμομόνωση κύπρος, χορηγία για εξωσωματική γονιμοποίηση κύπρος
Μεταφράσεις: χορηγία
χορηγία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sponsorship, sponsored, sponsoring, sponsored by, grant
χορηγία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patrocinio, el patrocinio, de patrocinio, patrocinio de, apadrinamiento
χορηγία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
patenschaft, patenstelle, Patenschaft, Unterstützung, Förderung, Sponsoring
χορηγία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
patronage, parrainage, commandites, commandite, le parrainage, sponsoring
χορηγία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
patrocinio, sponsorizzazione, di sponsorizzazione, sponsorizzazioni, la sponsorizzazione
χορηγία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patrocínio, sponsorship, patrocínios, de patrocínio, o patrocínio
χορηγία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sponsoring, sponsorschap, sponsorship, Vrienden uitnodigen, uitnodigen
χορηγία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спонсорство, финансирование, спонсорства, спонсорская, спонсорской, спонсорстве
χορηγία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sponsing, sponsor, sponsoravtaler, sponsoravtale
χορηγία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sponsor, sponsring, sponsring till, sponsorskap, sponsringen
χορηγία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sponsorointisopimus, sponsorointi, sponsorointia, Kutsu, sponsoroinnin, sponsoroinnista
χορηγία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sponsorering, sponsorering til, sponsorat, sponsorater, sponsoraftale
χορηγία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
patronát, sponzorství, sponzoring, sponzorování, sponzorský, sponzorováním
χορηγία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sponsorowanie, patronat, sponsoring, negacja, sponsoringu, sponsorowania, polecania
χορηγία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szponzori, szponzorálás, szponzorálási, szponzoráció, szponzorálása
χορηγία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kefillik, sponsorluk, sponsorluğu, sponsor
χορηγία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фінансування, спонсорство, Реклама Спонсорство
χορηγία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sponsorizimi, sponsorizim, sponsorizimin, sponsorizimit, sponsorizime
χορηγία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спонсорство, спонсорството, спонсориране, за спонсорство, спонсорство на
χορηγία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спонсарства
χορηγία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sponsorlus, sponsorluse, sponsorlust, sponsorlusega, ülalpidamiskohustuse
χορηγία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokroviteljstvo, sponzorstvo, sponzorstva, sponzorstvu, sponzorski
χορηγία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kostun, Stuðningur, Styrktarbeiðnir, Stuðningur við, Styrkir
χορηγία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rėmimas, rėmimo, parama, rėmimą, rėmėjų
χορηγία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sponsorēšana, sponsorēšanas, sponsorēšanu, sponsordarbība, sponsorēšanai
χορηγία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спонзорство, спонзорства, спонзорството, спонзорски, за спонзорство
χορηγία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sponsorizare, sponsorizarea, de sponsorizare, sponsorizări, sponsorizării
χορηγία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sponzorství, sponzorstvo, sponzoriranje, pokroviteljstvo, sponzorstva, sponzorska
χορηγία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sponzorstvo, sponzorstva, sponzorovanie, sponzorstve, sponzorovania
Στατιστικά δημοτικότητας: χορηγία
Τυχαίες λέξεις