Λέξη: προπαρασκευαστικός

Σχετικές λέξεις: προπαρασκευαστικός

προπαρασκευαστικός συνώνυμα, προπαρασκευαστικός θρήνος

Συνώνυμα: προπαρασκευαστικός

προκαταρκτικός

Μεταφράσεις: προπαρασκευαστικός

προπαρασκευαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
preparing, preparatory, preparative, preconditioning, a preparatory, preparatory and

προπαρασκευαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
preparatorio, preparatoria, preparatorios, preparación, de preparación

προπαρασκευαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufbereitend, Vorbereitungs-, vorbereitend, Vorbereitungs, vorbereitenden

προπαρασκευαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apprêtant, élaborant, aménageant, préparant, apprêt, préparatoire, préparatoires, préparation, de préparation, préparatifs

προπαρασκευαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preparatorio, preparatoria, preparatori, preparazione, di preparazione

προπαρασκευαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preparatória, preparatório, preparatórios, preparação, de preparação

προπαρασκευαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorbereidend, voorbereidende, voorbereiding, de voorbereidende, voorbereidingen

προπαρασκευαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подготовительный, подготовительная, подготовительного, подготовительное, подготовительной

προπαρασκευαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forberedende, forberedelses, forberedende art, forberedelser

προπαρασκευαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förberedande, förberedelse, förberedelser, förberedelserna, förar

προπαρασκευαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alustava, valmistelu-, valmistelevat, valmistelevia, valmistelevien

προπαρασκευαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forberedende, det forberedende, indledende, forberedelse, forberedelserne

προπαρασκευαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příprava, přípravný, přípravné, přípravná, přípravných, přípravnou

προπαρασκευαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przygotowawczy, przygotowawcze, przygotowawczych, przygotowania, przygotowawczego

προπαρασκευαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
előkészítő, elıkészítı, az előkészítő, előkészítési, előkészületi

προπαρασκευαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hazırlık, hazırlayıcı, bir hazırlık

προπαρασκευαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
готується, підготовчий, попередній

προπαρασκευαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përgatitor, përgatitore, parapërgatitor, përgatitore e, përgaditore

προπαρασκευαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подготвителен, подготвителната, подготвителна, подготвително, подготвителни

προπαρασκευαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падрыхтоўчы, папярэдні

προπαρασκευαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ettevalmistav, ettevalmistava, ettevalmistavate, ettevalmistavad, ettevalmistavaid

προπαρασκευαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pripremanje, pripreme, pripremajući, priprema, pripremni, pripremne, pripremna, pripremno, pripremnim

προπαρασκευαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
undirbúnings, undirbúningur, PREPARATORY, undirbúningsvinnu, til undirbúnings

προπαρασκευαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
parengtinis, paruošiamasis, parengiamasis, parengiamieji, parengiamuosius

προπαρασκευαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sagatavošana, sagatavošanas, sagatavošanās, sagatavojošs, priekšziņojums

προπαρασκευαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подготвителни, подготвителна, подготвителните, подготвителниот, подготвителната

προπαρασκευαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pregătitor, pregătitoare, pregătire, de pregătire, pregatitoare

προπαρασκευαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pripravljalni, pripravljalno, pripravljalna, pripravljalne, pripravljalnega

προπαρασκευαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prípravný, prípravné, prípravným, prípravného, ich prípravný
Τυχαίες λέξεις