Λέξη: ραφινάτος
Συνώνυμα: ραφινάτος
εξευγενισμένος, εκκαθαρισμένος, λεπτός
Μεταφράσεις: ραφινάτος
ραφινάτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
refined
ραφινάτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exquisito, refinado, refinada, refinados, elegante, refinadas
ραφινάτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
raffiniert, verfeinert, fein, raffinierte, raffinierten
ραφινάτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
raffinai, raffina, fignolée, raffinâmes, raffiné, délicat, raffinées, raffinée, distingué, élégant, tendre, raffinés, affiné
ραφινάτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fine, raffinato, raffinata, raffinati, raffinate, ricercato
ραφινάτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refinado, refinada, requintado, refinados, requintada
ραφινάτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
iel, delicaat, gevoelig, fijn, kies, verfijnd, geraffineerd, verfijnde, geraffineerde, elegante
ραφινάτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изощренный, утонченный, очищенный, изящный, улучшенный, усовершенствованный, изысканный, рафинированный, изысканные, изысканным, уточнены
ραφινάτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
raffinert, raffinerte, elegante, elegant, forfinet
ραφινάτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
raffinerad, raffinerade, förfinad, raffinerat, förfinade
ραφινάτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalostettu, hienostunut, herkkä, hieno, hiottu, puhdistettu, puhdistetut, jalostettujen
ραφινάτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
raffineret, raffinerede, forfinet, raffineres, forfinede
ραφινάτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uhlazený, rafinovaný, rafinované, rafinovaná, rafinovaného
ραφινάτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nobliwy, wytworny, dystyngowany, rafinowany, wyrafinowany, wyrafinowane
ραφινάτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
finomított, kifinomult, finom, a finomított, finomítva
ραφινάτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rafine, rafine edilmiş, zarif bir, rafine bir, ince
ραφινάτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдосконалювати, очистити, очищати, вдосконалити, вишуканий, витончений, найвишуканіший, вишуканого
ραφινάτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i rafinuar, rafinuar, të rafinuar, rafinohet, e rafinuar
ραφινάτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рафиниран, изискан, изтънчен, рафинирани, рафинирано
ραφινάτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вытанчаны
ραφινάτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rafineeritud, puhastatud, rafineerimata, täiustatud, täpsustatud
ραφινάτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oplemenjen, rafiniran, uglađen, profinjen, profinjenog, rafinirana, rafinirani
ραφινάτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hreinsaður, hreinsað, hreinsuð, fáguð, fágað
ραφινάτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rafinuotas, rafinuoti, rafinuota, rafinuotasis, rafinuotą
ραφινάτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rafinēts, attīrīts, rafinēta, rafinētas, rafinēti
ραφινάτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рафинирано, рафинирани, рафиниран, префинет, рафинирана
ραφινάτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rafinat, rafinate, rafinată, rafinata
ραφινάτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rafinirano, rafinirani, izpopolniti, rafinirana, rafiniran
ραφινάτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kultivovaný, rafinovaný, rafinované, upravovaný, rafinovaná
Τυχαίες λέξεις