Pożywić στα ελληνικά

Μετάφραση: pożywić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφοδοτώ, ταΐζω, σιτίζω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Pożywić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fibroina στα ελληνικά - φιβροΐνης, φιβρόίνη, φιβρόίνης, fibroin, φιμπρόίνης
  • grabie στα ελληνικά - γαύρος, τσουγκράνα, rake, γκανιότα, κτένι, γκανιότας
  • granatowy στα ελληνικά - μπλε, βαθυγάλαζος, σκούρο μπλε, μπλε ναυτικά, ναυτικό μπλε, μπλε σκούρο
  • górski στα ελληνικά - ορεινός, βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
Τυχαίες λέξεις
Pożywić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, ταΐζω, σιτίζω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών