Λέξη: συμβολαιογράφος
Σχετικές λέξεις: συμβολαιογράφος
συμβολαιογράφος σαντορίνης, συμβολαιογράφος νέα ιωνία, συμβολαιογράφος σύμφωνο συμβίωσης, συμβολαιογράφος χαλάνδρι, συμβολαιογράφος στα αγγλικά, συμβολαιογράφος μετάφραση, συμβολαιογράφοσ υρώ μανέ, συμβολαιογράφος μαρούσι, συμβολαιογράφος αθηνών, συμβολαιογράφος θεσσαλονίκης, ο συμβολαιογράφος
Συνώνυμα: συμβολαιογράφος
δημόσιος γραφεύς
Μεταφράσεις: συμβολαιογράφος
συμβολαιογράφος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
notary, conveyancer, Lawyer Notary, a notary, notaries
συμβολαιογράφος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escribano, notario, notarial, fedatario, notaría
συμβολαιογράφος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
notar, Notar, Notars, notariell, Notariats
συμβολαιογράφος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tabellion, notaire, notaire de, notaire instrumentant, un notaire, le notaire
συμβολαιογράφος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
notaio, notarile, notarili
συμβολαιογράφος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
notário, tabelião, notarial, cartório, notários
συμβολαιογράφος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
notaris, notarissen, notariële, de notaris
συμβολαιογράφος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нотариус, нотариуса, нотариально, нотариусом, нотариусу
συμβολαιογράφος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
notar, notarius, notary, notarius publicus
συμβολαιογράφος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
notarie, notarius publicus, notarius, notarien
συμβολαιογράφος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
notaari, notaarin, notaarille, notaarien, notaarit
συμβολαιογράφος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
notar, notaren, en notar, notarens
συμβολαιογράφος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
notář, notáře, notářem, notáři
συμβολαιογράφος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rejent, notariusz, notariusza, notariuszem, notarialnie, przed notariuszem
συμβολαιογράφος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jegyző, közjegyző, közjegyzői, közjegyzője, közjegyzőnek
συμβολαιογράφος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
noter, noterlik, noterden, notere
συμβολαιογράφος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нотаріус, нотаріальний, нотариус
συμβολαιογράφος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
noter, noteri, noterit, noteriale, për Noter
συμβολαιογράφος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нотариус, нотариално, нотариална, нотариален, нотариалния
συμβολαιογράφος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
натарыус, натарыўс
συμβολαιογράφος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
notar, notari, notarile, Notaril, notariaalse
συμβολαιογράφος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bilježnik, bilježnika, javni bilježnik, javnog bilježnika, bilježnikom
συμβολαιογράφος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
notary, lögbókanda, lögbókandi
συμβολαιογράφος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
notarius
συμβολαιογράφος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
notaras, notaro, notarui, notarą, notarų
συμβολαιογράφος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
notārs, notāra, notāram, notāru, notariāli
συμβολαιογράφος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нотар, нотарот, нотарски, нотарската, нотарскиот
συμβολαιογράφος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
notar, notarul, notarului, notarial, notariat
συμβολαιογράφος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
notar, notarjem, notarja, notarju
συμβολαιογράφος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
notár, notára, notárom, notári
Στατιστικά δημοτικότητας: συμβολαιογράφος
Τυχαίες λέξεις