Poczęstować στα ελληνικά
Μετάφραση: poczęstować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοήθεια, αρωγή, βοηθός, επικουρία, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν
Μεταφράσεις
- bajoro στα ελληνικά - λιμνούλα, λούτσα, λακκούβα με νερό, λακκούβα, λακκούβας, της λακκούβας
- bezsens στα ελληνικά - ανοησίες, βλακείες, νοήματος, meaninglessness, απουσία νοήματος, η απουσία νοήματος
- faska στα ελληνικά - σαπιοκάραβο, Faska
- fotoreportaż στα ελληνικά - φωτογραφία, Φωτορεπορτάζ
Τυχαίες λέξεις
Poczęstować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοήθεια, αρωγή, βοηθός, επικουρία, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν
Μεταφράσεις: βοήθεια, αρωγή, βοηθός, επικουρία, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν