Λέξη: πτητικός

Σχετικές λέξεις: πτητικός

πτητικός διαλύτης

Συνώνυμα: πτητικός

ιπτάμενος, ταχύς, ευεξάτμιστος, εξατμιστός, άστατος, ζωηρός

Μεταφράσεις: πτητικός

πτητικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
volatile, a volatile

πτητικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
volátil, volátiles, volatilidad, inestable

πτητικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brisant, flüchtig, flüchtigen, flüchtige, flüchtiger

πτητικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
volatil, instable, volage, inégal, fugitif, passager, changeant, versatile, inconstant, volatile, volatils, volatiles

πτητικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volatile, volubile, volatili, volatilità, instabile

πτητικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
volátil, voláteis, volatilidade, vol�il, instável

πτητικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vluchtig, vluchtige, volatiele, volatiel, aan vluchtige

πτητικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неуловимый, непостоянный, летучий, летучих, летучие, энергозависимые, летучим

πτητικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flyktig, ustadig, volatile, flyktige, volatil, volatilt

πτητικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flyktig, flyktiga, flyktigt, volatil, volatila

πτητικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haihtuva, epävakainen, haihtuvien, haihtuvia, haihtuvat, haihtuvan

πτητικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flygtige, flygtig, flygtigt, volatile, svingende

πτητικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prchavý, nestálý, vrtkavý, těkavý, letmý, volatilní, těkavé

πτητικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przelotny, eteryczny, lotny, ulotny, zmienny, tymczasowy, lotnych, lotne, lotna

πτητικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
illékony, illó, volatilis, felejtő, az illékony

πτητικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uçucu, değişken, geçici, dalgalı

πτητικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бистрий, рухомий, рухливий, літаючий, швидкий, летючий, Летучий, леткий

πτητικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paqëndrueshëm, paqëndrueshme, të paqëndrueshme, luhatshme, paqëndrueshëm

πτητικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
летучка, летлив, летливи, летлива, летливо, летливата

πτητικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лятучы

πτητικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
volapük, lenduv, kõikuv, muutlik, lenduvate, lenduvad

πτητικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
leteći, halapljiv, izbrisiv, nestalan, promjenjiv, promjenljiv, volatile, nepostojan, hlapljive, hlapljiva

πτητικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óstöðugt, rokgjarnra, sveiflast, sveiflukennd, sveiflukenndur

πτητικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lakus, nepastovi, lakiųjų, nepastovios, laki

πτητικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gaistošs, svārstīgas, svārstīga, svārstīgs, ātri iztvaikojoša

πτητικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Сам, испарливи, испарливите, нестабилниот, испарлива

πτητικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
volatil, volatile, volatilă, volatili, volatila

πτητικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
volatile, hlapna, nestanovitna, nestanoviten, nestanovitne

πτητικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nestály, rozmarný, prchavý, tekutý, esenciálny
Τυχαίες λέξεις