Podprażać στα ελληνικά
Μετάφραση: podprażać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψήνω, καβουρντίζω, καβουρδίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο
Μεταφράσεις
- antyczny στα ελληνικά - αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
- cudować στα ελληνικά - ταραχή, φασαρία, αναστάτωση, κόπο, θόρυβο, θόρυβος
- dostarczać στα ελληνικά - διαβεβαιώνω, παραγωγή, τροφοδοτώ, ταΐζω, σοδειά, προμήθεια, προνοώ, ...
- ekslibris στα ελληνικά - ex-libris
Τυχαίες λέξεις
Podprażać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψήνω, καβουρντίζω, καβουρδίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο
Μεταφράσεις: ψήνω, καβουρντίζω, καβουρδίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο