Pogrupować στα ελληνικά
Μετάφραση: pogrupować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομάδα, σύμπλεγμα, όμιλος, συγκρότημα, στην ομάδα, με την ομάδα, to group, να ομαδοποιήσετε, στον όμιλο
Μεταφράσεις
- aminofenol στα ελληνικά - aminophenol, αμινοφαινόλη, αμινοφαινόλης, αμινο φαινόλη
- egzamin στα ελληνικά - ελέγχω, εξέταση, διεργασία, εξετάσεις, εξετάσεων, εξέτασης, διαγωνισμό
- erudycja στα ελληνικά - πολυμάθεια, ευρυμάθεια, erudition, ευρυμάθειας, ευρυμάθειά
- gatunkowy στα ελληνικά - συγκεκριμένος, Τα είδη, Το είδος, Τα είδη που, Για τα είδη, Για τα είδη που
Τυχαίες λέξεις
Pogrupować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομάδα, σύμπλεγμα, όμιλος, συγκρότημα, στην ομάδα, με την ομάδα, to group, να ομαδοποιήσετε, στον όμιλο
Μεταφράσεις: ομάδα, σύμπλεγμα, όμιλος, συγκρότημα, στην ομάδα, με την ομάδα, to group, να ομαδοποιήσετε, στον όμιλο