Λέξη: προσωρινά
Σχετικές λέξεις: προσωρινά
προσωρινά μέτρα, προσωρινά τατουάζ, προσωρινά εκτελεστή, προσωρινά φραγμένος, προσωρινά αποτελέσματα κυλιόμενου πίνακα αυτεπιστασίας 2012, προσωρινά αρχεία internet, προσωρινά αποτελέσματα απογραφής 2011, προσωρινά αποθηκευμένη σελίδα, προσωρινά αποτελέσματα για τις 27.948 θέσεις κοινωφελούς εργασίας, προσωρινά αποθηκευμένη
Συνώνυμα: προσωρινά
προσωρινώς
Μεταφράσεις: προσωρινά
προσωρινά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
temporarily, momentarily, provisionally, provisional, temporary, interim
προσωρινά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
provisionalmente, temporalmente, Existencias temporalmente, temporal, forma temporal
προσωρινά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeitweilig, vorübergehend, augenblicklich, temporär, zeit, zeitweise
προσωρινά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
instantanément, passagèrement, momentanément, provisoirement, temporairement, temporaire, temporairement en
προσωρινά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
temporaneamente, che temporaneamente, temporanea, temporaneamente eliminato, provvisoriamente
προσωρινά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
momentaneamente, momento, molde, temporariamente, temporária, temporário, provisoriamente
προσωρινά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijdelijk, eventjes, even, tijdelijke, tijdelijk te, voorlopig, tijdelijk niet
προσωρινά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ежеминутно, временно, немедленно, временного, временной, временное
προσωρινά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
midlertidig, midlertidig å
προσωρινά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillfälligt, temporärt, tillfällig, tillfället, för tillfället
προσωρινά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väliaikaisesti, tilapäisesti, väliaikaisesta
προσωρινά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
midlertidig, midlertidigt, midlertidigt at, om midlertidig, der midlertidigt
προσωρινά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
provizorně, prozatímně, okamžitě, přechodně, momentálně, dočasně, dočasné, dočasně k, dočasném
προσωρινά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chwilowo, tymczasowo, czasowo, przejściowo, tymczasowe, tymczasowego
προσωρινά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
futólagosan, ideiglenesen, átmenetileg, ideiglenes, átmeneti, időlegesen
προσωρινά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçici olarak, geçici, geçici bir süre
προσωρινά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тимчасово, інерції
προσωρινά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përkohësisht, përkohshëm, përkohshme, përkohësisht të, perkohesisht
προσωρινά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
временно, временно да, временно се, временна
προσωρινά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
часова, якія часова
προσωρινά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajutiselt, hetkega, hetkeks, ajutise, ajutine, ajutiseks, ajutist
προσωρινά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
privremeno
προσωρινά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tímabundið, stundarsakir, um stundarsakir, skamms tíma, til skamms tíma
προσωρινά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laikinai
προσωρινά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īslaicīgi, uz laiku, laiku, pagaidām, pagaidu
προσωρινά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
привремено, времено, привремено да
προσωρινά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
temporar, temporar să, temporară, temporar din
προσωρινά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
začasno, zaćasno, začasni, o začasni
προσωρινά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dočasne, dočasné, sa dočasne, dočasnom, prechodne
Στατιστικά δημοτικότητας: προσωρινά
Τυχαίες λέξεις