Polepszać στα ελληνικά
Μετάφραση: polepszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτιώνω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- daremny στα ελληνικά - αργόσχολος, τεμπέλης, άνεργος, αδρανής, μάταιος, μάταιη, μάταιο, ...
- demonstracyjny στα ελληνικά - επιδεικτικός, φιγουρατζής, καταφανής, εμφανής, εμφανή, εμφανές, ευδιάκριτη
- dokument στα ελληνικά - γράμμα, πράξη, έγγραφο, πιστοποιητικό, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, ...
- hipsotermometr στα ελληνικά - hypsometer
Τυχαίες λέξεις
Polepszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτιώνω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Μεταφράσεις: βελτιώνω, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν