Λέξη: καταγγέλλω
Σχετικές λέξεις: καταγγέλλω
καταγγέλω αγγλικά
Συνώνυμα: καταγγέλλω
ενάγω, παραπέμπω σε δίκη, εγκαλώ, κατηγορώ
Μεταφράσεις: καταγγέλλω
καταγγέλλω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arraign, indict, condemn, denounce, I condemn
καταγγέλλω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acusar, emplazar, arraign, actuar contra
καταγγέλλω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anklagen, arraign, klagen, anzuklagen
καταγγέλλω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inculper, accuser, incriminer, traduire en justice, le procès à
καταγγέλλω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accusare, deferire, arraign, deferire il
καταγγέλλω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
denunciar, citar, arraign, acusar, instaurar um processo
καταγγέλλω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beschuldigen, voor het gerecht dagen, dagvaarden, gerecht dagen, het gerecht dagen
καταγγέλλω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обвинять, придираться, привлекать к суду
καταγγέλλω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arraign
καταγγέλλω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arraign, åtala
καταγγέλλω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
moittia, arvostella, kutsua oikeuteen vastaamaan syytteeseen, syyttää
καταγγέλλω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indklage
καταγγέλλω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obžalovat, obvinit, obviní
καταγγέλλω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oskarżać, skrytykować, inkryminować, napaść na kogoś, pozwać
καταγγέλλω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vádat emel, bevádol, állíthatják
καταγγέλλω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suçlamak, arraign, kusur bulmak, suçla, mahkemeye vermek
καταγγέλλω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придиратися, обвинувачувати, звинувачувати, звинувачуватимуть
καταγγέλλω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hedh në gjyq, akuzoj, paraqitet para gjyqit, nxjerrë në gjyq, padit
καταγγέλλω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обвинявам, съди, да съди, призовавам на съд
καταγγέλλω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вінаваціць, абвінавачваць
καταγγέλλω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arraign
καταγγέλλω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prigovarati, izvesti pred sud, optužiti, podnijeti tužbu
καταγγέλλω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
arraign
καταγγέλλω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patraukti atsakomybėn, Pritraukti, Inkryminować, Pasmerkti, kaltinti
καταγγέλλω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apsūdzēt, saukt, apvainot, iesūdzēt
καταγγέλλω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
да отворат постапка, отворат постапка, отворат, да отворат постапка против, отворат постапка против
καταγγέλλω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
da în judecată, critica, acuza, deferi, acuze
καταγγέλλω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obžalovat, pokliče, izpodbijajo, pa izpodbijajo, Prenesla toæbi, toæbi
καταγγέλλω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obžalovať, obvinení, obviniť, obžalovať aj