Polerować στα ελληνικά

Μετάφραση: polerować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στιλβώνω, γυαλίζω, καθαρίζω, λουστράρω, λούστρο, βερνίκι, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά
Polerować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezcielesny στα ελληνικά - ασώματος, ασώματο, ασώματη, ασώματοι, ασώματες
  • dodawać-odejmować στα ελληνικά - add-, πρόσθετο, το πρόσθετο, πρόσθετα, πρόσθετη
  • dopust στα ελληνικά - επίσκεψη, επιθεώρηση, μαστίζω, πληγή, επίσκεψης, επισκεψιμότητας, επισκέψεων, ...
  • inflacyjny στα ελληνικά - πληθωριστικός, πληθωριστικές, πληθωριστικών, πληθωριστική, οι πληθωριστικές
Τυχαίες λέξεις
Polerować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στιλβώνω, γυαλίζω, καθαρίζω, λουστράρω, λούστρο, βερνίκι, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά