Λέξη: γογγύζω
Σχετικές λέξεις: γογγύζω
γογγύζω συνωνυμα, γογγύζω τι σημαινει, γογγύζω ετυμολογία
Συνώνυμα: γογγύζω
γκρινιάζω, μουγκρίζω, δυστροπώ, ψιθυρίζω, στενοχωρούμαι, δυσφορώ, δυσαρεστούμαι, μεμψιμοιρώ
Μεταφράσεις: γογγύζω
γογγύζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
throb, grouch, growl, murmur, repine, grumble
γογγύζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
latir, golpear, palpitar, latido, pulsar, vibración, cascarrabias, gruñón, grouch, del grouch, Grouchqueteros
γογγύζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pulsieren, Griesgram, Miesepeter, grouch
γογγύζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cogner, battement, vibration, battre, tressaillement, frapper, pulsation, frémissement, pouls, frissonnement, palpiter, râleur, Grouch, rouspéteur, bougon, rouspéter
γογγύζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
battito, battere, malumore, Grouch, brontolone, Groucho, scorbutico
γογγύζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resmungão, resmungo, grouch, do grouch, rabugento
γογγύζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pulseren, kloppen, mopperen, kankeraar, grouch, mopperpot, brompot
γογγύζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
агония, пульсация, биение, волнение, пульсировать, дурное настроение, Grouch, Брюзга, дурное, брюзгой
γογγύζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slå, banke, grinebiter, grouch, lagets grinebiter
γογγύζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grouch, grinighet, surpuppa, grinigheten, grinig
γογγύζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jyskyttää, mörökölli, nurista, nurina, hapannaama, murjottaja
γογγύζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grouch, surhed, gnavpotte, mukke
γογγύζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bít, tlouci, záchvěv, tlukot, mlátit, bušit, tlouct, bušení, tep, bručoun, škarohlíd, mrzout, bručouna, bručet
γογγύζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pukać, drgać, pulsować, puls, bicie, tętnić, dreszcz, drganie, bić, trombina, zrzęda, zrzędzić, gderać, grouch, kwękać
γογγύζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rosszkedv, mogorva, morgás, morog
γογγύζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
söylenmek, grouch, dırdırcı, homurdanma, dırdır
γογγύζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пульсація, пульсувати, поганий настрій, дурний настрій, кепський настрій
γογγύζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njeri i ngrysur, gërnjar, pakënaqësi
γογγύζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нацупеност, лошо настроение, мрачен и студен, нацупен човек, мрачен
γογγύζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дурны настрой, дурное настрой, благі настрой, дурны настрой прайшоў, сабе настрой
γογγύζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tukse, tuksuma, tusatsus, irisema, tusatseja, tusatsema, virisemine
γογγύζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udaranje, lupati, pulsiranje, bilo, vibrirati, gunđalo, mrzovolja, mrzovoljnik, gunđati, prznica
γογγύζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grouch
γογγύζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
niurzgėti, niurzga, Gderanie, Kwękać, Blogas dvasinės
γογγύζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kurnēt, īgnums, slikts garastāvoklis
γογγύζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нацупеност
γογγύζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
morocănos, grouch, morocanos, morocanos si
γογγύζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bít, grouch
γογγύζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bít, priadka, bručoun
Τυχαίες λέξεις