Λέξη: ευθύς

Σχετικές λέξεις: ευθύς

ευθύς και πλάγιος λόγος ε δημοτικού, ευθύς και πλάγιος λόγος στ δημοτικου, ευθύς και πλάγιος λόγος ασκήσεις αρχαια, ευθύς και πλάγιος λόγος, ευθύς εξαρχής, ευθύς και πλάγιος λόγος ασκήσεις, ευθύς αμέσως, ευθύς και πλάγιος λόγος γ δημοτικου, ευθύς και πλάγιος λόγος δ δημοτικού, ευθύς και πλάγιος λόγος αρχαια

Συνώνυμα: ευθύς

ειλικρινής, άδολος, αμερόληπτος, απευθείας, άμεσος, ακέριος, έντιμος, ίσιος

Μεταφράσεις: ευθύς

ευθύς στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
straight, forthright, bluff, upright, direct, at once, soon

ευθύς στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
directamente, seguido, recto, derecho, franco, recta, lineal

ευθύς στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unverfälscht, bluffen, schnurstracks, gerade, freimütig, ehrlich, aufrichtig, offen, offenherzig, pur, geradewegs, bluff, direkt, unverdünnt, heterosexuell, rein, geraden, geradeaus, gerader

ευθύς στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
directement, plat, tromper, ardu, régulier, raide, rectiligne, rêche, lisse, ingénu, ouvert, pur, honnête, sincère, franchise, probe, tout droit, droite, droit, linéaire

ευθύς στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diritto, inganno, dritto, diretto, direttamente, diritta, rettilineo

ευθύς στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
directamente, direito, armazenagem, em linha reta, reta, direto, linha reta, reto

ευθύς στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overeind, oprecht, eerlijk, live, rechtstreeks, rechtop, recht, direct, rechtdoor, rechte

ευθύς στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запугивать, обдурить, обман, обрывистый, обрыв, блеф, крутой, обмануть, резкий, прямиком, обманщик, искренний, хитрить, неразбавленный, напролом, отвесный, прямо, прямой, прямые, прямая, сразу

ευθύς στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rett, steil, bløffe, rank, åpen, bratt, direkte, rette, straight, og rett

ευθύς στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
direkt, rak, rakt, rät, raka

ευθύς στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suora, petkuttaa, reilu, hämäys, hämätä, avoin, suoraan, viivasuora, suorapuheinen, harhauttaa, rehti, suorat, suoran, suoraa

ευθύς στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
direkte, ret, lige, straight, og lige

ευθύς στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
upřímný, otevřený, příkrý, zpříma, klamat, otevřeně, klam, poctivý, rovně, rovný, rovnou, přímý, pravý, klamání, drsný, kolmý, přímo

ευθύς στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oszukiwać, uczciwy, prosto, bluffować, urwisko, przymusowy, blef, gładki, zmylać, oszustwo, blaga, prostoliniowy, blefować, wprost, heteroseksualny, czysty, prosty, proste, prosta

ευθύς στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
direkt, nyomban, partmeredély, egyenes, egyenesen, közvetlenül, közvetlen

ευθύς στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açık, blöf, içten, dürüst, düz, düz bir, doğru, düzgün

ευθύς στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прямий, прямо, прямій, прямовисний, обман, відвертий, прямої, стрімчастий, просто, безпосередньо

ευθύς στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
drejtë, i drejtë, drejt, direkt, të drejtë

ευθύς στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прав, направо, права, право, с права

ευθύς στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прама, проста, менавіта, наўпрост, непасрэдна

ευθύς στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sirgjooneliselt, otsekohene, sirge, bluff, rannajärsak, lame, otsene, bluffima, otse, sirged, hetero, kohe

ευθύς στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
častan, otvoren, iskren, ravno, blef, odmah, obmanuti, litica, ravan, vjeran, odrješit, izravno, ravni, ravnog

ευθύς στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beinn, beint, bein, beinkeðju-, strax

ευθύς στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rectus

ευθύς στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tiesiogiai, tiesus, tiesioginis, tiesiai, tiesios, įprastinė orientacija, tiesi

ευθύς στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taisns, tieši, taisni, taisni uz, taisnas, taisna

ευθύς στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
директно, прав, право, права, исправен

ευθύς στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
drept, direct, dreaptă, drepte, liniară

ευθύς στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naravnost, ravno, ravne, ravna, raven

ευθύς στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prímy, rovný, priamy, klam, priamo, rovnaký, obdĺžnikový, rovná, rovnakého

Στατιστικά δημοτικότητας: ευθύς

Τυχαίες λέξεις