Λέξη: βάσανο

Σχετικές λέξεις: βάσανο

βάσανο συνώνυμο, βάσανο στα αγγλικα, στη βάσανο, βάσανο λεξικο, βάσανο συνώνυμα, τη βάσανο, βάσανο και βάλσαμο download

Συνώνυμα: βάσανο

λοιμός, επιδημία, μίασμα, επιβλαβές φυτό, βασανιστήριο, βάσανος, θλίψη, οδύνη, δοκιμασία, συμφορά, ταλαιπωρία

Μεταφράσεις: βάσανο

βάσανο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affliction, torment, tribulation, pest, suffering

βάσανο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
herida, aflicción, cuita, tormento, tormentos, el tormento, castigo, tormenta

βάσανο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leid, bedrängnis, Qual, Qualen, Pein, quälen, Strafe

βάσανο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maladie, passion, misère, tracas, affection, malchance, désastre, affliction, crève-coeur, ennui, chagrin, malheur, tourment, tourments, supplice, châtiment, tourmente

βάσανο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
afflizione, tormento, tormenti, supplizio, strazio, il tormento

βάσανο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tormento, tormentos, tortura, o tormento, torment

βάσανο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hartzeer, beproeving, kwelling, pijniging, straf, marteling, foltering

βάσανο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
злополучие, кручина, горе, печаль, мытарство, горький, огорчение, беда, несчастье, невзгода, бедствие, мучение, мучения, мучить, мука, мучений

βάσανο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pine, kval, pinsel, plage, pinen

βάσανο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plåga, pina, kval, plågor, tortyr

βάσανο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
onnettomuus, suru, piina, torment, kärsimys, tuska

βάσανο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pine, torment, pinsel, pinsler

βάσανο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neštěstí, bída, choroba, bolest, žal, utrpení, soužení, nemoc, trápení, muka, mučení, trýzeň, muk

βάσανο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
miłość, schorzenie, przypadłość, nieszczęście, przygnębienie, afekt, zmartwienie, męka, udręka, dręczyć, cierpienie, męczarnia

βάσανο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kín, gyötrelem, gyötrelmet, kínzás, kínzása

βάσανο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işkence, azap, eziyet, torment, azabı

βάσανο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нещасті, зажуру, сум, горі, горе, мука, муку, мучення, муки, страждання

βάσανο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vuajtje, mundim, torturë, dënim të, mundimi

βάσανο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
огорчение, мъка, мъчение, мъки, мъките, мъчения

βάσανο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакута, пакуты, пакуту, болесьць

βάσανο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
häda, kannatus, piin, piina, piinamine, piina ees, torment

βάσανο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bol, nesreća, tuga, žalost, muka, muke, mučenje, patnja, mukama

βάσανο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hryggð, kvöl

βάσανο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kančia, kankinimas, kankinti, galabinti, kamuoti

βάσανο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mokas, mocīt, mocība, mokām, moku

βάσανο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маки, маките, мачење, измачување, маката

βάσανο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chin, chinul, chinuri, chinului, tortură

βάσανο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Agonija, muka, Mučiti, mučenje, muke

βάσανο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trápení, trápenie, trápenia, utrpenie, utrpenia
Τυχαίες λέξεις