Politurować στα ελληνικά

Μετάφραση: politurować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυαλίζω, στιλβώνω, λούστρο, λουστράρω, βερνίκι
Politurować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cherlak στα ελληνικά - ανάπηρος, ασθενές πλάσμα, αδύναμος
  • drwinkować στα ελληνικά - σκέρτσο, αστείο, ανέκδοτο, αστείου, αστεία, το αστείο
  • emancypować στα ελληνικά - απελευθερώνω, χειραφετώ, χειραφετηθεί, χειραφετηθούν, απελευθερώσεις τις, χειραφετήσει
  • grobowcowy στα ελληνικά - επιτάφιος, επιτύμβιες, επιτύμβια, επιτάφιο, επιτάφια
Τυχαίες λέξεις
Politurować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυαλίζω, στιλβώνω, λούστρο, λουστράρω, βερνίκι